βιολέτα

βιολέτα
violette

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — η αρωματικό λουλούδι σε διάφορες ποικιλίες: Λιβάδι γεμάτο πολύχρωμες βιολέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μενεξές — Κοινή ονομασία του είδους Viola odorata της οικογένειας των βιολιδών. Το φυτό αυτό είναι γνωστό και με την ονομασία βιολέτα. Βλ. λ. βιολέτα. * * * ο άλλη ονομασία τής βιολέτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. menekse] …   Dictionary of Greek

  • Liste der griechischen Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen 2.3 Kurzformen der Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • Viola (Vorname) — Viola ist ein weiblicher Vorname. Der Name Viola bedeutet auf Latein das Veilchen und ist der lateinische Diminutiv des griechischen íon, ursprünglich víon, nach Jon, dem Gründer Athens. Er bedeutet auf Deutsch Veilchen. Der Name kommt in… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • ίανθος — το (ΑΜ ἴανθος) τα άνθη τού φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος] …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

  • γιούλι — το ονομασία διαφόρων αρωματικών φυτών (βιολέτα, μενεξές, μανουσάκι, ζουμπούλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιούλι, υποκοριστικό τού αρχ. ίον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”